ον,
A with thin sinews, Adam.2.2 (Comp.).
[Seite 30] mit seinen Sehnen, Nerven, Sp.
λεπτόνευρος: -ον, ἔχων λεπτὰ νεῦρα, Ἀδαμ. Φυσιογν. 2. 1, σ. 375.