καλλίστευμα

Revision as of 10:23, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A offering of what is most beautiful, E.Ph. 215 (lyr., pl.); the fairest prize, Id.Or.1639.    II τὰ δευτερεῖα καλλιστευμάτων second prize for beauty, Lyc.1011.

German (Pape)

[Seite 1311] τό, Vorzug der Schönheit; Eur. Or. 1655; Lycophr. 1011; Preis der Schönheit, Eur. Phoen. 223.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίστευμα: τό, ὑπέροχον κάλλος, Εὐρ. Ὀρ. 1639. ΙΙ. τὸ ἐκλεκτότατον κάλλος, περὶ τῶν Φοινισσῶν αἵτινες ἦσαν ἐκ τῶν κάλλει προεχουσῶν παρθένων, Εὐρ. Φοίν. 215· τὰ δευτερεῖα καλλιστευμάτων Λυκόφρ. 1011.