ἰδανός
English (LSJ)
[ῐ], όν, (ἰδεῖν)
A fair, comely, χάριτες Call.Fr.535.
German (Pape)
[Seite 1235] ansehnlich, wohlgestaltet, Callim. bei Schol. Il. 14, 172.
Greek (Liddell-Scott)
ἰδανός: ῐ, όν, (ἰδεῖν) ὡραῖος, ἐπίχαρις, κομψός, χάριτες Καλλ. Ἀποσπ. 467.