Adv.
A in three places, Hdt.7.36 (dub.l.), Choerob. in Theod. 1.388H.
τρῐχοῦ: Ἐπίρρ. εἰς τρία μέρη, εἰς τρεῖς τόπους, διέκπλοον κατέλιπον τριχοῦ Ἡρόδ. 7. 36.