δυσφυής
English (LSJ)
ές,
A germinating tardily, Thphr.HP7.1.3: Sup., ibid.
German (Pape)
[Seite 690] ές, schwer, langsam wachsend, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
δυσφυής: -ές, δυσκόλως αὐξανόμενος, φυόμενος, Θεόφρ. Ι. Φ. 7. 1, 3.
ές,
A germinating tardily, Thphr.HP7.1.3: Sup., ibid.
[Seite 690] ές, schwer, langsam wachsend, Theophr.
δυσφυής: -ές, δυσκόλως αὐξανόμενος, φυόμενος, Θεόφρ. Ι. Φ. 7. 1, 3.