ή, όν, (εἱλίσσω) poet. and Ion. for ἑλικτός, f.l. E.Ion 40; of flames,
A enveloping, Ps.-Democr.Alch.p.50 B.
[Seite 729] ion. = ἑλικτός.
εἱλικτός: -ή, -όν, (εἱλίσσω) ποιητ. καὶ Ἰων. ἀντὶ ἑλικτός, ἐσφαλμ. γραφ. ἐν Εὐρ. Ἴωνι 40.