ὁπλιτεύω

Revision as of 10:29, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

English (LSJ)

   A serve as a man-at-arms, Th. 6.91, 8.73, Lys. 20.25, X.An.5.8.5 ; οἱ ὁπλιτεύοντες men now serving, opp. οἱ ὡπλιτευκότες, Arist.Pol.1297b13, cf. 1265b28.

German (Pape)

[Seite 359] ein Schwerbewaffneter sein, als Schwerbewaffneter dienen, Thuc. 6, 91. 8, 73 Xen. An. 5, 8, 5 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὁπλῑτεύω: ὑπηρετῶ ὡς ὁπλίτης, Θουκ. 6. 91., 8. 73, Λυσ. 160. 18, Ξεν. Ἀν. 5. 8, 5· οἱ ὁπλιτεύοντες, ἄνδρες νῦν ὑπηρετοῦντες ὡς ὁπλῖται, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ οἱ ὡπλιτευκότες, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 13, 9, πρβλ. 2. 6, 16. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 131.