διάλλαξις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A separation, μιγέντων Emp.8.3, cf. Hp.Vict.1.10. 2 pl., attempts at reconciliation, Pl.Ep.350d.
Greek (Liddell-Scott)
διάλλαξις: -εως, ἡ συμφιλίωσις, Ἐμπεδ. παρ᾿ Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 1. 1, 7, Μεταφ. 4. 4, 5.
εως, ἡ,
A separation, μιγέντων Emp.8.3, cf. Hp.Vict.1.10. 2 pl., attempts at reconciliation, Pl.Ep.350d.
διάλλαξις: -εως, ἡ συμφιλίωσις, Ἐμπεδ. παρ᾿ Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 1. 1, 7, Μεταφ. 4. 4, 5.