σαρκοφόρος
German (Pape)
[Seite 863] Fleisch tragend, mit Fleisch bekleidet, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
σαρκοφόρος: -ον, περιβεβλημένος σάρκα, Κλήμ. Ἀλ. 665, Χρησμ. Σιβυλλ. 8. 222.
[Seite 863] Fleisch tragend, mit Fleisch bekleidet, K. S.
σαρκοφόρος: -ον, περιβεβλημένος σάρκα, Κλήμ. Ἀλ. 665, Χρησμ. Σιβυλλ. 8. 222.