ῥύπανσις
German (Pape)
[Seite 852] ἡ, das Beschmutzen (?).
Greek (Liddell-Scott)
ῥύπανσις: -εως, ἡ, τὸ ῥυπαίνειν, ἀκάθαρτον ποιεῖν, Achmes Ὀνειροκρ. 233.
[Seite 852] ἡ, das Beschmutzen (?).
ῥύπανσις: -εως, ἡ, τὸ ῥυπαίνειν, ἀκάθαρτον ποιεῖν, Achmes Ὀνειροκρ. 233.