κοπριήμετος
English (LSJ)
ον,
A vomiting excrement, Hp.Epid.2.1.9.
German (Pape)
[Seite 1483] (ἐμέω), Koth ausbrechend, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
κοπριήμετος: -ον, ἐμῶν κόπρον, περιττώματα, Ἱππ. 1008F.
ον,
A vomiting excrement, Hp.Epid.2.1.9.
[Seite 1483] (ἐμέω), Koth ausbrechend, Hippocr.
κοπριήμετος: -ον, ἐμῶν κόπρον, περιττώματα, Ἱππ. 1008F.