ἐκκομίζω
English (LSJ)
A carry or bring out, Hdt. 1.34, 3.24, E.Tr.294 ; esp. to a place of safety, Hdt.1.160, 3.122, Th. 2.6 ; ἐκκομίζειν τινὰ ἐκ τοῦ μέλλοντος γίνεσθαι πρήγματος to keep him out of trouble, Hdt.3.43 :—Med., Id.8.20, Th.2.78 ; ἐσεκομίσαντο καὶ ἐξεκομίσαντο ἃ ἐβούλοντο, of those relieved from a state of siege, Id.1.117 : abs., remove, ἐς τοὺς Λοκρούς Hdt.8.32. 2 esp. carry out a corpse, bury, Plb.35.6.2 (Pass.), Plu.Cic.42 (Pass.), etc. 3 ἐ. σῖτον, of a horse, throw the provender out of the manger, X.Eq.4.2. 4 carry home, ἄνδρας Id.An.6.6.36. II endure to the end, τὸ πεπρωμένον E.Andr.1269. III Med., receive what is due, λόγους, ὀψώνια, PLille 3.79 (iii B. C.), PSI4.436 (iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 764] 1) herausbringen, -führen; Eur. Tr. 294 u. öfter; fortbringen, Thuc. 2, 6 u. sonst. – Pass., ἐκκομισθῆναι ἐκ τοῦ πόντου Plat. Rep. X, 611 e; ἐκ τοῦ μέλλοντος γίνεσθαι πρήγματος, retten, Her. 3, 43. – Med., für sich davontragen, weg-, in Sicherheit bringen, Her. 8, 20; ἐς Ἀθήνας Thuc. 2, 78. – 2) eine Leiche herausbringen, bestatten, Pol. 35, 6, 2; Plut. Agis 21 u. Sp. – 3) herauswerfen, σῖτον, das Futter aus der Krippe, Xen. de re equ. 4, 2; vgl. Poll. 1, 209. – 4) zu Ende tragen, ertragen, τὸ πεπρωμένον Eur. Andr. 1269.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκομίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, κομίζω ἔξω, Ἡρόδ. 1. 34., 3. 24, κτλ.· κυρίως κομίζω εἰς τόπον ἀσφαλῆ, ὁ αὐτ. 1. 160., 3. 122· ἐκκομίσαι ἄνθρωπον ἐκ τοῦ μέλλοντος γενέσθαι (αὐτῷ) πρήγματος, σῶσαι ἄνθρωπον κτλ., ὁ αὐτ. 3. 43· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὁ αὐτ. 8. 20, 32, Θουκ. 2. 78· ἐσεκομίσαντο καὶ ἐξεκομίσαντο ἃ ἐβούλοντο, ἐπὶ ἀνθρώπων ἄρτι ἀπαλλαγέντων ἐκ πολιορκίας, Θουκ. 1. 117. 2) ποιῶ ἐκφορὰν νεκροῦ, θάπτω, Λατ. effere, Πολύβ. 35. 6, 2, Πλουτ. Κικ. 42 (ἐν τῷ παθ.), κτλ. 3) ἐκκ. σῖτον, ἐπὶ ἵππου, ῥίπτω τὴν τροφὴν ἔξω τῆς φάτνης, Ξεν. π. Ἱππ. 4, 2. ΙΙ. ὑπομένω τι μέχρι τέλους, τι Εὐρ. Ἀνδρ. 1269.