ἡμερόφωνος
English (LSJ)
ον,
A heralding the day, epith. of the cock, v.l. for ἱμερό-, Simon.80B.
German (Pape)
[Seite 1166] den Tag rufend od. verkündend, der Hahn, Simonid. bei Ath. IX, 374 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμερόφωνος: -ον, ὁ τὴν ἡμέραν ἀγγέλλων, ἐπίθ. τοῦ ἀλεκτρυόνος, Σίμων. (81 Bgk.) παρ’ Ἀθην. 374D, ἔκ τινος μεταγεν. χειρογρ., τὰ λοιπὰ ἔχουσιν ἱμερόφ-.