ὁ,
A Italian, Parth.7.1, Str.5.1.1: as Adj., Ἰ. αἰχμητής [ῑ] AP7.741 (Crin.), etc.
Ἰτᾰλός: ὁ, ὁ ἐγχώριος κάτοικος τῆς Ἰταλίας, Στράβ. 210· - ὡς ἐπίθ., Ἀνθ. Π. 7. 741, κτλ. ῐ, ἀλλὰ ῑ χάριν τοῦ μέτρου, Ἰακωψίου Ἀνθ. Π. σ. 505· ὡς καὶ ἐν τοῖς Ἰταλίς, Ἰταλία.