ψευδομαρτυρίου

Revision as of 10:40, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

English (LSJ)

δίκη, an action

   A for false witness or perjury, Cratin. 454, PHal.1.24, 41,49, al. (iii B.C.); in dat. pl., ἔνοχος τοῖς ψευδομαρτυρίοις Pl.Tht.148b; acc. pl. τὰ -μαρτύρια Arist.Ath.59.6.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδομαρτυρίου: δίκη, καταγγελία ἐπὶ ψευδομαρτυρίᾳ ἢ ἐπιορκίᾳ, Κρατῖνος ἐν Ἀδηλ. 121· ἐν τῇ δοτ. πληθ., ἔνοχος τοῖς ψευδομαρτυρίοις Πλάτ. Θεαίτ. 148Β· ἴδε Alt. Process. σ. 380.