προκαταβάλλω
English (LSJ)
A apply first, Heliod. ap. Orib.48.35.2 (Pass.):—also in Pass., to be swallowed first, Ph.1.320. II Med., lay the foundations of before, Id.2.476; θέατρον, οἰκοδομήματα, D.C.43.49, 57.10: metaph., τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς αἰτίας Andronic.Rhod.p.577 M.:—Pass., Ph.1.405, al. III Pass., to be previously overcome, exhausted, Gal.19.601.
German (Pape)
[Seite 728] (s. βάλλω), vor, vorn od. vorher niederwerfen, Sp., wie D. Cass. 57, 10, οἰκοδόμημα προκατεβάλλετο.
Greek (Liddell-Scott)
προκαταβάλλω: καταβάλλω πρότερον, Φίλων 1. 320, κτλ. ― Μέσ., καταβάλλω τὰ θεμέλιά τινος πρότερον, θέατρον, οἰκοδόμημα, κτλ., Δίων Κ. 43. 49., 57. 10, κτλ.· ― ῥημ. ἐπίθ. προκαταβλητέον, δεῖ προκαταβάλλειν, Θεοδ. Κορυδ. Ρητ. ἐν Φαβρ. Ἑλλ. Βιβλιοθ. 13. 705. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τ. Α΄, σ. 514 κἑξ., 869.