πιππίζω

Revision as of 10:42, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

English (LSJ)

   A pipe, cheep, or chirp like young birds, Ar.Av.306.

German (Pape)

[Seite 618] auch πιπίζω geschrieben, piepen, wie junge Vögel schreien, Ar. Av. 307; vom Wiedehopf, Poll. 5, 89.

Greek (Liddell-Scott)

πιππίζω: κάμνω πῖ πῖ, ἐπὶ ὀρνέων, ἰοὺ ἰοὺ τῶν ὀρνέων, ἰοὺ τῶν κοψίχων οἷα πιππίζουσι καὶ τρέχουσι διακεκραγότες Ἀριστοφ. Ὄρν. 307· τὰ Ἀντίγραφ. ἐνίοτε ἔχουσι πιπίζω. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πιπ(π)ίζειν· κατὰ μίμησιν ἡ λέξις πεποίηται τῆς τῶν ὀρνέων φωνῆς».