ἀνισάζω
English (LSJ)
A equalize, Hp.Vict.3.85, Arist.IA708b14, Cael.293a2:— Pass., ib.297b12.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνῐσάζω: ἰσάζω, ἐξισώνω, τὰ ὄψα ἀνισάζειν, τὰ ἑφθὰ τοῖσι ὀπτοῖσι Ἱππ. 368. 2· ἵνα ἀνισάζῃ τὴν θατέρου ὑπερβολὴν θάτερον Ἀριστ. π. Ζῴων Μορ. 2. 7, Οὐρ. 2. 12, 14, καὶ ἀλλαχοῦ: ― Παθ., ἀνισαζομένων τῶν ἐλαττόνων ὑπὸ τῶν μειζόνων αὐτόθι 2. 14, 15.