γνωσιμαχέω

Revision as of 10:43, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

English (LSJ)

   A fight with one's own opinion (τῇ προτέρᾳ γνώμῃ μάχεσθαι Phryn.PSp.59 B.), or recognize one's own fighting power (as compared with the enemy): hence, give way, submit, Hdt.3.25, 7.130, E.Heracl.706 (anap.), Ar.Av.555, D.H.3.57; γ. μὴ εἶναι ὁμοῖοι give way and confess that... Hdt.8.29.    b admit one's error, Isoc.5.7, POxy.1119.20 (iii A. D.), 71 ii 14 (iv A. D.).    II in later Prose, contend obstinately, in argument, Ph.1.526, al.; γνωσιμαχήσαντες πρὸς ἀλλήλους D.H.9.1 (s. v. l.): abs., to be at variance, Hp.Ep.27.

German (Pape)

[Seite 499] die irrige Meinung bekämpfen, ihr widerstreiten, Ar. Av. 555; Eur. Suppl. 708; seine Meinung, Gesinnung ändern, seinen Irrthum einsehen u. gestehen; B. A. 33 μεταγιγνώσκειν καὶ συνιέναι τοῦ ἁμαρτήματος οἷον τῇ προτέρᾳ γνώμῃ ἣν ἔσχε μάχεσθαι; Her. 3, 25. 7, 130. 8, 29; Isocr. 5, 7, u. öfter bei Sp.; – πρός τινα, mit Einem über abweichende Meinungen streiten, Dion. Hal. 9, 1.

Greek (Liddell-Scott)

γνωσιμᾰχέω: μάχομαι πρὸς τὴν ἰδίαν μου γνώμην (ἴδε Α. Β. 33, κτλ.), ἢ ἐννοῶ τὰς δυνάμεις μου (ἐν συγκρίσει πρὸς τὰς τοῦ ἐχθροῦ)· ἑπομένως, ὑποχωρῶ, ὑποτάσσομαι, Ἡρόδ. 3. 25., 7. 130, Εὐρ. Ἡρακλ. 706, Ἀριστοφ. Ὄρν. 555 (πρβλ. γνώσει τάχα, ταχέως θὰ ἐννοήσῃς, Αἰσχύλ Ἀγ. 1649· γίγνωσκε δ’ ἀλκήν Εὐρ. Ἐκ. 227)· γν. μὴ εἶναι ὁμοῖοι, ὑποχωρῶ καὶ ὁμολογῶ ὅτι..., Ἡρόδ. 8. 29. ΙΙ. παρὰ μεταγ. πεζοῖς, ἀγωνίζομαι ἀποφασιστικῶς, Φίλων 1. 526, κτλ. (ὅστις ὡσαύτως ἔχει καὶ τὸ οὐσιαστ.–μαχία)· γνωσιμαχήσαντες πρὸς ἀλλήλους, ἐλθόντες εἰς συμβιβασμὸν μετ’ ἀγῶνα πρὸς ἀλλ., Διον. Ἁλ. 9.1.