ἀποθηριόω

Revision as of 10:43, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

English (LSJ)

   A change into a beast, τινά Eratosth.Cat.1:—Pass., Str. 3.2.7; prob. in Herm. ap. Stob.1.49.69.    2 make quite savage, τὸν βίον Plu.2.995d; exasperate, τινὰ πρός τινα Plb.1.79.8:—Pass., to become or be so, ib.67.6; τὴν ψυχήν D.S.17.9; of wounds, Plb.1.81.5.    II Pass., to be full of savage creatures, ἀποτεθηρίωται ὁ Νεῖλος Alciphr.2.3.

German (Pape)

[Seite 303] verwildern lassen, τὸν βίον Plut. de esu carn. 1, 6; übertr., τινὰ πρός τινα, wild machen, zornig machen, Pol. 1, 79; ἀποτεθηρίωται πρὸς ἑαυτόν, hat sie gegen sich erbittert, 15, 22. Pass., erbittert, ergrimmt sein gegen Einen, Pol. 1, 70 u. öfter; verwildern, ὁ Νεῖλος ἀποτεθηρίωται, ist voll wilder Thiere, Alciphr. 2, 3; übertr., vom Körper, Pol. 3, 60; vom Geist, 4, 21 u. öfter; ἕλκεα ἀποθηριούμενα, die schlimm werden, wildes Fleisch ansetzen, 1, 81.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποθηριόω: μεταβάλλω εἰς θηρίον, ἐφ’ ᾧ ὀργισθεῖσαν τὴν θεὸν ἀποθηριῶσαι αὐτὴν Ἐρατοσθ. Καταστ. 1· κάμνω τινὰ ὅλως ἄγριον, τὸν βίον Πλούτ. 2. 995D: ἐξερεθίζω, ἐξαγριώνω τινὰ κατὰ τινος, τινὰ πρὸς τινα Πολύβ. 1. 79, 8: ― Παθ., γίνομαι ἄγριος ὡς θηρίον, ὁ αὐτ. 1. 67, 6, κτλ. ἐπὶ ἑλκῶν ἤ φυμάτων «θυμώνω», ὁ αὐτ. 1. 81, 5, ἔνθα ἴδε Schweigh. ΙΙ. Παθ. εἶμαι πλήρης θηρίων, ὁ δὲ Νεῖλος οὗτος καίπερ ὤν καλὸς ἀλλ’ ἀποτεθηρίωται Ἀλκιφρ. 2. 3, 16.