A to be ἀλαβάρχης, J.AJ20.5.2.
[Seite 88] ein αλαβάρχης sein, Ios.
ἀλᾰβαρχέω: εἶμαι ἀλαβάρχης, Ἰωσήπ. Α. Ἰ. 18. 8, 1., 20. 5, 2.