γεντιανή
English (LSJ)
ἡ,
A gentian, Hp.Ep.19, Dsc.3.3. [-ᾱνή Damocr. ap. Gal. 13.822, 14.97, but -ᾰνή ib.14.123.]
German (Pape)
[Seite 484] ἡ, Enzian, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
γεντιᾱνή: ἡ, κοινὸν φυτὸν τῶν Ἄλπεων, Διοσκ. 3. 3. - Ὡσαύτως γεντιάς, άδος, ἡ, Ἀνδρόμ. παρὰ Γαλην.