Κάρνεια
Greek (Liddell-Scott)
Κάρνεια: τά, (Κάρνεα χάριν τοῦ μέτρου ἐν Θεοκρ. 5. 83)˙ - ἑορτὴ εἰς τιμὴν τοῦ Ἀπόλλωνος Καρνείου παρὰ τοῖς Δωριεῦσι τῆς Πελοποννήσου, ἰδίως παρὰ τοῖς Σπαρτιάταις, ἐπὶ ἐννέα ἡμέρας τοῦ Ἀττικοῦ μηνὸς Μεταγειτνιῶνος, ὅστις παρ’ αὐτοῖς ἐκαλεῖτο Καρνεῖος μήν, Εὐρ. Ἄλκ. 449, Θουκ. 5. 54˙ ὥστε συνέπιπτε κατὰ τὸν χρόνον τῶν Ὀλυμπιακῶν ἀγώνων, Ἡρόδ. 7. 206, 8. 72, Θουκ. 5. 75˙ τὰ Κάρνεια νικᾶν Ἑλλάνικ. παρ’ Ἀθην. 635 Ε˙ πανηγυρίζειν Πλούτ. 2. 873 Ε. - Οἱ ἐν τοῖς Καρνείοις ἀγῶσι νικηταὶ ἐκαλοῦντο Καρνεονῖκαι Müller Dor. 1. 7. § 2. - Ἴδε Σχόλια εἰς Θεοκρίτου Εἰδύλλ. 5. 83.