ἐλαττονάκις
English (LSJ)
Adv.
A fewer times, multiplied by a less number, opp. πλεονάκις, Pl.Tht.148a. 2 less frequently, Arist.Mete.368b25.
German (Pape)
[Seite 790] seltener, weniger oft; Plat. Theaet. 148 a; Arist. Probl. 5, 22.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλαττονάκις: ἐπίρρ., «ὀλιγώτεραις φοραῖς», ἀντίθετον τῷ μειζονάκις καὶ πλεονάκις. πᾶς (ἀριθμός) ὃς ἀδύνατος ἴσος ἰσάκις γενέσθαι, ἀλλ’ ἢ πλείων ἐλαττονάκις ἢ ἐλάττων πλεονάκις γίγνεται Πλάτ. Θεαίτ. 148ΑϏ ὀλιγώτερον, σπανιώτερον, Ἀριστ. Προβλ. 5. 22.