πεποίθησις

Revision as of 10:53, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A trust, confidence, boldness, LXX 4 Ki.18.19, Phld.Lib. p.22 O., Ph.2.444, Ep.Eph.3.12, Philum.Ven.2.4 ; π. ἐπὶ τῇ δυνάμει J.AJ1.3.1 ; ἡ ἀπὸ τοῦ θεοῦ π. ib.10.1.4 : in pl., Babr.43.19.

German (Pape)

[Seite 560] ἡ, Vertrauen, Zuversicht, N. T. u. a. Sp.; s. Lob. Phryn. 295; Babr. 43, 19 im plur.

Greek (Liddell-Scott)

πεποίθησις: ἡ, ἐμπιστοσύνη, θάρρος, Ἑβδ. (Γένεσ. ΛΔ΄, 25, κ. ἀλλ.), Φίλων 2. 444, Ἐπιστ. πρ. Ἐφεσ. γ΄, 12, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 1. 3, 1· ἐν τῷ πληθ., Βάβρ. 43. 19· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 295· ὡσαύτως πεποίθια, ἡ, «πεποιθίαν· ἐλπίδα, προσδοκίαν» Ἡσύχ.