τό, Dim. of ᾆσμα, Pl.Com.235.
[Seite 372] τό, dim. von ᾆσμα, Liedchen, Plat. com. Poll. 4, 64.
ᾀσμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ᾆσμα, Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 50· σύντομον ᾆσμα, «τραγουδάκι» Πολυδ. Δ΄, 64.