ἰθύτομος
German (Pape)
[Seite 1246] dasselbe, οἶμος Dion. Areop.
Greek (Liddell-Scott)
ἰθύτομος: -ον, (τέμνω) κατ’ εὐθεῖαν τετμημένος, δηλ. εὐθύς, οἶμος Διον. Ἀρ.
[Seite 1246] dasselbe, οἶμος Dion. Areop.
ἰθύτομος: -ον, (τέμνω) κατ’ εὐθεῖαν τετμημένος, δηλ. εὐθύς, οἶμος Διον. Ἀρ.