δᾳδοφορέω
English (LSJ)
A carry torches, Luc.Peregr.36. II produce δαΐς, Thphr.HP9.2.8.
German (Pape)
[Seite 513] 1) Kien tragen, hervorbringen, von Fichten, Theophr. – 2) Fackeln tragen, Luc. Peregr. 36.
Greek (Liddell-Scott)
δᾳδοφορέω: φέρω λαμπάδας, πυρσούς, δᾷδας, Λουκ. Περεγρ. 36. ΙΙ. παράγω δᾳδὶ ἢ ῥητίνην, Θεόφρ. Ι. Φ. 9. 2, 8.