[ῑ], ον, gen. ονος, poet. Comp. of ὕψι,
A loftier, Pi.Fr.213; cf. ὑψίτερος.
ὑψίων: -ον, ποιητ. συγκρ. τοῦ ὕψι, Πινδ. Ἀποσπ. 232· πρβλ. ὑψίτερος.