συοκτόνος
English (LSJ)
ον,
A slaying swine or boars, Call.Dian.216, Nonn. D.1.27.
Greek (Liddell-Scott)
συοκτόνος: -ον, ὁ φονεύων χοίρους ἢ κάπρους, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 216, Νόνν. Δ. 1. 27.
ον,
A slaying swine or boars, Call.Dian.216, Nonn. D.1.27.
συοκτόνος: -ον, ὁ φονεύων χοίρους ἢ κάπρους, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 216, Νόνν. Δ. 1. 27.