shortd. for μιμνήσκομαι, Anacr.94.4.
[Seite 195] für μιμνήσκομαι, Anacr. in Anth. 16 (App. 4).
μνήσκομαι: ἀντὶ τοῦ μιμνήσκομαι, Ἀνακρ. 69. 4· πρβλ. ὑπομνήσκω.