ον, (ἐκμάσσω)
A express, εἴδη Emp.22.7.
[Seite 768] aus-, abgedrückt, Theophr.
ἔκμακτος: -ον, ἢ ἐκμακτός, όν, (ἐκμάσσω) ἀποτυπωθείς, εἴδεσιν ἐκμακτοῖσι Ἐμπεδ. 267. Θεόφρ. περὶ Αἰσθ. 16.