ητος, ἡ,
A = ἔλεος, Sch.E.Or.960.
[Seite 794] ητος, ἡ, als Erkl. von ἔλεος, Schol. Eur. Or. 956; K. S.
ἐλεεινότης: -ητος, ἡ, = ἔλεος, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 960. 2) ἀθλιότης, Ἐκκλ.