ἀδιάλειπτος
English (LSJ)
ον,
A unintermitting, incessant, Ti. Locr.98e, Ep.Rom.9.2, Hierocl.p.19.55A., Plu.2.121e, M.Ant.6.15. Adv. -τως Metrod.Herc.831.8, Polem.Hist.30, Plb.9.3.8, Posidon.25, LXX 1 Ma.12.11, Ep.Rom.1.9, PLond.3.1166.6 (i A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάλειπτος: -ον, ὁ ἄνευ διαλειμμάτων ἀδιάκοπος, Τιμ. Λοκρ. 98Ε, Ἐπ. πρὸς Ρωμ. θ΄, 2., Τιμ. Β΄ α΄, 3. - Ἐπίρρ. -τως, Πολύβ. 9. 3, 8, Ἐπ. πρὸς Ρωμ. α΄, 9, κτλ.