ον,
A all-known, famous, Sch.Lyc. 12.
[Seite 531] allbekannt, Schol. Lycophr. 11, Erkl. von εὐμαθής.
πᾱσίγνωστος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ τοῖς πᾶσι γνωστός, Σχολ. εἰς Λουκ. 11.