ἄγυρμα
English (LSJ)
ατος, τό,
A anything collected, AB327.
German (Pape)
[Seite 25] τό, VLL., das Gesammelte.
Greek (Liddell-Scott)
ἄγυρμα: -ατος, τό, «πᾶν τὸ ἀγειρόμενον», Α.Β. 327.
ατος, τό,
A anything collected, AB327.
[Seite 25] τό, VLL., das Gesammelte.
ἄγυρμα: -ατος, τό, «πᾶν τὸ ἀγειρόμενον», Α.Β. 327.