A shine a little, glisten, Dsc.5.85, Philostr.VA3.11, Charito 1.4; shine under, of eyes, Opp.C.1.421.
ὑποστίλβω: στίλβω, λάμπω ὀλίγον, Ὀππ. Κυνηγ. 1. 421.