ἡ,
A = ἀποίκησις, esp. of the Captivity, LXX4 Ki.24.15, al.
[Seite 304] ἡ, Auswanderung, LXX.
ἀποικεσία: ἡ, = ἀποίκησις, ἰδίως ἐπὶ τῆς αἰχμαλωσίας τῶν Ἰουδαίων, Ἐβδ. (Βασιλ. Δ΄, κδ΄, 15, κ. ἀλλ.).