τό, or βόλβῐτος, ὁ, Thphr.HP5.5.3, Dsc.2.167, Archig. ap. Gal.12.173, worse forms of βόλιτον, -τος, acc. to Phryn.335.
[Seite 452] u. βόλβιτος, Sp. für das att. βόλιτον.
βόλβῐτον: τό, βόλβῐτος, ὁ, τύποι ἧττον δόκιμοι τοῦ βόλιτον, -τος, Φρύν. 357.