φιλόσαρκος

Revision as of 11:08, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

German (Pape)

[Seite 1285] das Fleisch liebend, fleischlichen Lüsten, sinnlichen Begierden ergeben, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόσαρκος: -ον, παραδεδομένος εἰς τὰς σαρκικὰς ἐπιθυμίας, τὴν φιλήδονον καὶ φιλόσαρκον τιμᾶν ζωὴν Βασίλ. Ι, 457, IV, 625C, Γρηγ. Ναζ. Ι, 893C, κλπ.