ἰθυφάνεια
English (LSJ)
[φᾰ], ἡ,
A direct incidence of light, κατ' ἰθυφάνειαν Damian.Opt.12:—Adj. ἰθυ-φᾰνής, ές, in phrase κατ' ἰθυφανές,= κατ' ἰθυφάνειαν, ibid.
German (Pape)
[Seite 1246] ἡ, das Gradhineinscheinen des Lichtes, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἰθῠφάνεια: ἡ, ἡ κατ’ εὐθεῖαν πρόσπτωσις ἢ λάμψις τοῦ φωτός, Ἡλιοδ. Ὀπτ.