τελέσκω
English (LSJ)
A v. τελίσκω:—τέλεσκον, Ion. impf. of τελέω.
German (Pape)
[Seite 1085] f. L. für τελίσκω.
Greek (Liddell-Scott)
τελέσκω: ἴδε ἐν λ. τελίσκω· - τέλεσκον, Ἰων. παρατ. τοῦ τελέω.
A v. τελίσκω:—τέλεσκον, Ion. impf. of τελέω.
[Seite 1085] f. L. für τελίσκω.
τελέσκω: ἴδε ἐν λ. τελίσκω· - τέλεσκον, Ἰων. παρατ. τοῦ τελέω.