ἑξάπους

Revision as of 11:12, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος,

   A six-footed, Arist.PA683b2.    II = ἑξάπεδος, Luc.Sat.17; κολοσσός Plu.Luc.37; λίθος Milet. 7.57 (Didyma).    2 of metre, of six feet, D.H.Comp.4. Cf. ἕξπους.

Greek (Liddell-Scott)

ἑξάπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ἓξ πόδας ἔχων, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 6, 16. ΙΙ. = ἑξάπεδος, Λουκ. Κρον. 17, Πλουτ. Λούκουλ. 37. 2) ἐν τῇ στιχουργίᾳ, στίχος ἔχων ἓξ πόδας, τοῦτο τὸ μέτρον ἡρωϊκόν ἐστιν, ἑξάπουν, τέλειον, κατὰ πόδα δάκτυλον βαινόμενον Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. Ὀνομ. τ. 5. σ. 21, 7, ἔκδ. Reïske., πρβλ. ἕξπους.