λαοδάμας
English (LSJ)
αντος, ὁ,
A subduer of peoples, Ἄρης A.Th.343 (lyr.). II in Hom. only as pr.n., Il.15.516; voc. -δάμᾱ Od.8.141, 153.
Greek (Liddell-Scott)
λᾱοδάμᾱς: [ᾰ], αντος, ὁ δαμάζων τοὺς ἄνδρας, Ἄρης Αἰσχύλ. Θήβ. 343 (Λυρ.) ΙΙ. παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς κύρ. ὄνομα, Ἰλ. Ο. 516· κλητ. Λαοδάμᾱ Ὀδ. Θ. 141, κ. ἀλλ.