τό, Dim. of ζωμός,
A a little sauce, Ar.Nu.389.
[Seite 1143] τό, dim. von ζωμός, Süppchen, Ar. Nubb. 388.
ζωμίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ζωμός, ὀλίγος ζωμός, Ἀριστοφ. Νεφ. 389.