strengthd. for ἀπαιτέω, dub. in Jul.Mis.349b (ἐξαπατῶσι codd.).
[Seite 870] verstärktes ἀπαιτέω, Iulian.
ἐξαπαιτέω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἀπαιτέω, Ἰουλιαν. 349Β.