παρεμβολή

Revision as of 11:14, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

English (LSJ)

ἡ,

   A insertion, interpolation, ἑτέρων πραγμάτων Aeschin.3.205, cf. 1.166 (pl.), Phld.Rh.1.261 S.    2 Gramm., parenthesis, Alex.Fig.25, Tib.Fig.48.    II drawing up in battle-order, Plb.11.32.6 ; in Tactics, insertion of men in the ranks (dist. fr. παρένταξις and παρεμπλοκή), Ascl. Tact.6.1, 10.17.    b company of soldiers, etc., LXX Ge.32.2(3) ; host, ib.33.8(pl.), Ezek.Exag.81.    2 encampment, Diph.57, Theophil.9, Crito Com.1, LXXEx.14.19, al., Plb.3.74.5, al., Plu. Galb.27 : generally, soldiers' quarters, Plb.6.29.1 ; barracks, Act.Ap.21.34, cf. Ostr.901, al. (ii A. D.) ; name of an ἄμφοδον, POxy.2131.8(iii A. D.).    III = παρεξειρεσία (q. v.), Plb.21.7.4 (sed leg. παραβολαί).    IV in boxing and wrestling, π. βάλλειν trip an adversary by a twist of the leg, Luc. Ocyp.60, cf. Plu.2.638f (pl.).

German (Pape)

[Seite 515] ἡ, das daneben, dazwischen Einschieben, λόγων, Aesch. 1, 166 u. öfter, u. Sp. Bei Pol. sowohl Einordnen, Einstellen in das Heer, bes. zur Schlachtordnung, 11, 31, 6, wie das aufgestellte Heer selbst, Ael. V. H. 13, 46; auch das Aufschlagen eines Lagers u. das Lager selbst, Pol. 6, 28, 1. 10, 35, 7 u. öfter; vgl. Poll. 9, 15; Plut. Caes. 45 u. N. T. Act. 21, 34. – Auch wie παρεξειρεσία, der niedrigste Rand des Schiffes am Vorder- u. Hintertheil. – Ein Fechterausdruck, das Unterschlagen des Beines, Plut. Symp. 2, 4.

Greek (Liddell-Scott)

παρεμβολή: ἡ, τὸ παρεμβάλλειν, παρεινείρειν, ἑτέρων πραγμάτων Αἰσχίν. 83. 21, πρβλ. 23. 41, Λοβ. εἰς Φρύν. 377· παρὰ γραμμ., παρένθεσις, Ρήτορες (Wa’z) 8. 483, 576. ΙΙ. ἡ ὡς εἰς μάχην παράταξις, Πολύβ. 11. 32, 6· ὡσαύτως, σῶμα στρατιωτικὸν παρατεταγμένον ὡς εἰς μάχην, ὁ αὐτ. 6. 28, 1. κτλ. 2) στρατοπέδευσις, στρατόπεδον, Θεοφιλ. ἐν «Παγκρατιαστῇ» 2, Κρίτων ἐν «Αἰτωλοῖς»1, Πολύβ, κτλ.· καθόλου, στρατιωτῶν κατάλυμα, στρατών, ὡς ὁ πύργος Ἀντωνία ἐν Ἱερουσαλήμ, Πράξ. Ἀποστ. κα΄, 34. ΙΙΙ. = παρεξειρεσία, (ὃ ἴδε), Πολύβ. 21. 5, 4, εἰμὴ ἀναγνωστέον παραβολαί. ΙV. φράσις πυκτευτικὴ καὶ παλαιστική, π. βάλλειν, τὸ ἀνατρέπειν τὸν ἀντίπαλον διὰ παρεμβολῆς καὶ συστροφῆς τοῦ ποδός, «ποδουκλιά», Πλούτ. 2. 638F.