πολιτισμός
English (LSJ)
ὁ,
A administration of public affairs, D.L.4.39.
German (Pape)
[Seite 657] ὁ, Staatsverwaltung, D. L. 4, 39.
Greek (Liddell-Scott)
πολῑτισμός: ὁ, τὰ πολιτικὰ πράγματα, τὸν πολιτισμὸν ἐκτοπίζων, ἀποφεύγων τὰ πολιτικὰ πράγματα, Διογ. Λ. 4. 39.