ἕκατος
English (LSJ)
ὁ, shortd. fr. ἑκατη-βόλος (q.v.), epith. of Apollo, Il.7.83, 20.295 :—as Subst., ἕκατος, ὁ, 1.385,20.71 (connected with ἑκατόν (sc. βέλη) by Simon.26 A) :—fem. ἑκάτη, epith. of Artemis, A.Supp. 676 (lyr.), Corn.ND32.
German (Pape)
[Seite 753] ὁ, weit-, fernhin schießend, Beiwort des Apollo, Il. 7, 83. 20, 295 u. sp. D.; ἑκάτη, Bein. der Artemis, Aesch. Suppl. 661, s. nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
ἕκᾰτος: ὁ, (ἑκὰς) ὁ τοξεύων μακράν, ὡς τὸ ἑκηβόλος, ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἰλ. Η. 83., Υ 295· ὡς οὐσιαστ., ἕκατος, ὁ, Ἰλ. Α. 385., Υ 71· - θηλ. ἑκάτη, ἐπίθ. τῆς Ἀρτέμιδος, Αἰσχύλ. Ἱκ. 676· πρβλ. Ἑκάτη.