ον, gen. ονος,
A not comprehending, A.Ag.1060.
[Seite 380] ον, = ἀσύνετος, Aesch. Ag. 1030.
ἀσυνήμων: παλ. Ἀττ. ἀξυνήμων, ον, = ἀσύνετος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1060: ― ἀσυνημονέω = ἀσυνετέω, Τζέτζ. Ἐπιστ. 19. σ. 46, 6.